- ἀκμᾷ
- ἀκμάζωto be in full bloomfut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἀκμάζωto be in full bloomfut ind act 3rd sg (epic doric aeolic)ἀκμήpointfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκμά — ἀκμά̱ , ἀκμή point fem nom/voc/acc dual ἀκμά̱ , ἀκμή point fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμᾶι — ἀκμᾷ , ἀκμάζω to be in full bloom fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀκμᾷ , ἀκμάζω to be in full bloom fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀκμᾷ , ἀκμή point fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμάσας — ἀκμά̱σᾱς , ἀκμάζω to be in full bloom fut part act fem acc pl (doric) ἀκμά̱σᾱς , ἀκμάζω to be in full bloom fut part act fem gen sg (doric) ἀκμάσᾱς , ἀκμάζω to be in full bloom aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμᾶς — ἀκμᾶ̱ς , ἀκμάζω to be in full bloom fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκμή point fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμάν — ἀκμά̱ν , ἀκμή point fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμάς — ἀκμά̱ς , ἀκμή point fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμάσαι — ἀκμά̱σᾱͅ , ἀκμάζω to be in full bloom fut part act fem dat sg (doric) ἀκμάζω to be in full bloom aor inf act ἀκμάσαῑ , ἀκμάζω to be in full bloom aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θησείδαι — Θησεῑδαι, οἱ (Α) οι απόγονοι τού Θησέως, δηλ. οι Αθηναίοι («δεινὰ δὲ Θησειδᾱν ἀκμά» είναι φοβερή η ανδρεία τών απογόνων τού Θησέως, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θησεύς + κατάλ. ίδης, δηλωτική τής καταγωγής (πρβλ. Αλκμεων ίδης, λαγω ίδης)] … Dictionary of Greek
άκμηνος — ἄκμηνος, ον (Α) ο νηστικός, αυτός που δεν έχει φάει ή δεν θέλει να φάει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι σχολιαστές συνδέουν το επίθ. με την αιολ. λ. ἄκμη, που κατά τον Ησύχιο: ἄκμα «νηστεία, ένδεια»] … Dictionary of Greek
ακμαίος — α, ο (Α ἀκμαῑος, α, ον) αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, στο υψηλότερο σημείο δύναμης ή ωριμότητας νεοελλ. 1. εκείνος που ευδοκιμεί και προοδεύει 2. (για καρπούς) ο ώριμος αρχ. αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek